- προσβολήν
- προσβολήapplicationfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… … Dictionary of Greek
находимыи — (2*) прич. страд. наст. 1. Нападающий. В роли с.: да не обрѧщеши въ времѧ подвига. раслаблено ср(д)це имыи... не могѹще ˫ати находимыхъ. (προσβολήν) ПНЧ XIV, 30а. 2. Находима˫а средн. мн. в роли с. То, что исходит, происходит от кого л.: ˫ако же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)